φριτούρα

φριτούρα
η
(λ. ιταλ.)
1. το τηγάνισμα σε ζεματιστό λάδι ή λίπος.
2. μείγμα από λάδι και λίπος για τέτοιο τηγάνισμα.
3. τα τηγανισμένα ψάρια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φριτούρα — η, Ν 1. τηγάνισμα σε λάδι ή σε λίπος 2. μίγμα λίπους και λαδιού για τηγάνισμα 3. τηγανητά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frittura «τηγάνισμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”